- μουσούδι
- τό1) морда (животного); 2) ирон. физиономия; вывеска (прост.);
θα σού σπάσω τα μουσούδια — я тебе вывеску испорчу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θα σού σπάσω τα μουσούδια — я тебе вывеску испорчу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μουσούδι — το (Μ μουσούδι[ν]) 1. ρύγχος ζώου 2. (σκωπτικά) πρόσωπο, μούτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. muso + υποκορ. κατάλ. ούδι(ν) (πρβλ. μουσ ίτσα)] … Dictionary of Greek
μουσούδι — το ιού, η μουσούδα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακομούσουδος — η, ο (Μ κακομούσουδος και κακομούσουρος, η, ο) αυτός που έχει άσχημο μουσούδι, άσχημο πρόσωπο, ο ασχημομούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μουσούδι] … Dictionary of Greek
μουσούδα — η (Μ μουσούδα) μεγάλο μουσούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουσούδι(ν) + μεγεθ. κατάλ. α] … Dictionary of Greek
-ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα … Dictionary of Greek
αλλαξομουσουδιάζω — αλλαξομουριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + μουσούδι] … Dictionary of Greek
κοπρομούσουδος — κοπρομούσουδος, ον (M) αυτός που βρίσκεται σε μουσούδι γεμάτο ακαθαρσίες … Dictionary of Greek
μούτσουνο — το (Μ μούτσουνον) 1. (σκωπτ.) όψη ζώου, ρύγχος, μουσούδι 2. (χλευαστικά) πρόσωπο ανθρώπου, μούτρο νεοελλ. (κατ επέκτ.) (σκωπτ.) άτομο («σπουδαίο μούτσουνο κι ο λεγάμενος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. musone ή, κατ άλλους, < βεν. musona (βλ.… … Dictionary of Greek
σύστομος — η, ο / σύστομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σύστομο το γύρω από το στόμα μέρος τού προσώπου, το μουσούδι αρχ. 1. αυτός που έχει στενό στόμα, στενόστομος 2. (για φίλημα) αυτό που γίνεται στόμα με στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στομος (<… … Dictionary of Greek
μουσίτσα — η (λ. ιταλ.) 1. το μουσούδι. 2. μτφ., πονηρός, κατεργάρης, ναζιάρης: Είσαι εσύ μια μουσίτσα! … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μουσούδα — μουσούδα, η και μουσούδι, το (λ. ιταλ.) 1. το ρύγχος του ζώου. 2. το πρόσωπο, η όψη του ανθρώπου, η μούρη: Έχει τρομαχτική μουσούδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)